- βάλτο
- τοβλ. βαλτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βαλτινός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανασούλας (Μεσολόγγι 1801 – Αθήνα 1877). Καταγόταν από την οικογένεια των Βαλτινών του Βάλτου. Επειδή ο πατέρας του Ιωάννης υπηρετούσε στην αυλή του Αλή πασά, ο Λεπενιώτης πέταξε στον Αχελώο τον μικρό του γιο Α.,… … Dictionary of Greek
βαλτώνω — [βάλτος] 1. (για περιοχές) μεταβάλλομαι σε βάλτο 2. βυθίζομαι σε βάλτο ή λάσπη 3. βυθίζομαι, βουλιάζω («βάλτωσε στα χρέη» είναι καταχρεωμένος) … Dictionary of Greek
Γεωργούσης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αντώνιος. Οπλαρχηγός και Φιλικός, έμπιστος του Παπαφλέσσα. 2. Απόστολος. Καταγόταν από τον Βάλτο και διακρίθηκε ως αξιωματικός. 3. Γεώργιος. Γιος του Απόστολου (βλ. 2.). Πήρε μέρος ως επικεφαλής δικού του σώματος,… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αχερωίς — ἀχερωΐς ( ίδος), η (Α) 1. η λεύκα 2. φρ. «Ἀχερωΐδες ὄχθαι» οι όχθες του Αχέροντος της Μικράς Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράγωγο ενός θ. αχερω (ή αχερωσ ή αχερωF ) με επίθημα ις. Από τους αρχαίους θεωρήθηκε, ίσως παρετυμολογικά, παράγωγο του Αχέρων… … Dictionary of Greek
βάλτος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκασίου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του… … Dictionary of Greek
δειρή — και (αιολ. τ.) δέρα και (αττ. τ.) δέρη, η (Α) 1. λαιμός, τράχηλος 2. περιδέραιο 3. στον πληθ. κοίτη χειμάρρου, στενή κοιλάδα 4. φρ. «τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς» τα στολίδια, τα κοσμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρωταρχικός τ. τών δειρή, δέρη, δέρα θεωρείται ο τ. δερFᾱ … Dictionary of Greek
ισκός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από τον Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας. 1. Ανδρέας (ή Καραΐσκος). Η οικογένειά του υπηρετούσε στα αρματολίκια της περιοχής και ο ίδιος υπηρέτησε στην Αυλή του Αλή πασά. Πήρε μέρος στις εκστρατείες του Ομέρ… … Dictionary of Greek
κατσαρός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από τη Σπάρτη. Πήρε μέρος και διακρίθηκε σε επιθέσεις εναντίον του Ιμπραήμ. 2. Αθανάσιος. Φιλικός και προύχοντας της Κυπαρισσίας. Πρωτοστάτησε στην παράδοση του Νεόκαστρου το 1821 και εξελέγη … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek